φοροφυγή

φοροφυγή
η
βλ. φοροδιαφυγή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοροφυγή — η, Ν φοροδιαφυγή …   Dictionary of Greek

  • φοροφυγάδας — και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν [φοροφυγή] αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος τού εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που τού αναλογούν …   Dictionary of Greek

  • φοροδιαφυγή — φοροδιαφυγή, η και φοροφυγή, η έντεχνη απόκρυψη (ολική ή μερική) στοιχείων που φορολογούνται, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”